Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η ανώτατη σχολή

См. также в других словарях:

  • Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών — (ΑΣΚΤ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται και επιχορηγείται από το κράτος (η εποπτεία του ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων) …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • Πάντειος Σχολή — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Αθήνας, του οποίου ο πρώην πλήρης τίτλος ήταν Πάντειος Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Ιδρύθηκε σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του εθνικού ευεργέτη Αλεξάνδρου Πάντου, πολιτευτή από το Βόλο, ο οποίος άφησε όλη …   Dictionary of Greek

  • Μαγναύρας, πανεπιστήμιο της- — Ανώτατη σχολή που ίδρυσε στο ομώνυμο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης, το 863, ο καίσαρας Βάρδας επί αυτοκρατορίας Μιχαήλ Γ’. Το πανεπιστήμιο αυτό –όπου διδάσκονταν γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, γεωμετρία και αστρονομία– διηύθυνε ο μεγάλος σοφός …   Dictionary of Greek

  • Πανδιδακτήριο — Ανώτατη σχολή στην Κωνσταντινούπολη στους βυζαντινούς χρόνους. Ιδρύθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, αναδιοργανώθηκε δε και επεκτάθηκε από τον Θεοδόσιο B» τον Μικρό το 425 και, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, έγινε πραγματικό πανεπιστήμιο.… …   Dictionary of Greek

  • πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο — (ΕΜΠ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο οποίο διδάσκονται θετικές και πρακτικές επιστήμες καθώς και καλές τέχνες (η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών είναι ανεξάρτητο ίδρυμα). Αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου και υπάγεται στην άμεση εποπτεία του… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρίνα — (Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης 1939 –). Φιλόλογος, πανεπιστημιακός και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιστορία της τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ιγνάτιος — I (Κωνσταντινούπολη 798; – 877). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (846 858, 867 877) και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ A’ του Ραγκαβέ και το κοσμικό όνομά του ήταν Νικήτας. Δέχτηκε το μοναχικό σχήμα σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»